πυοκτανίνη

πυοκτανίνη
η, Ν
(φαρμ.) περιληπτική ονομασία συνθετικών χρωστικών, χωρίς χημική συγγένεια, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αντισηπτική τους δράση ως κολλύρια, διαλύματα για γαργαρισμούς και διαλύματα για δερματολογική χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyoctanine (< πύον + θ. κταν- τού κτείνω «σκοτώνω» + κατάλ. -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”